- απομαινομαι
- ἀπομαίνομαιἀπο-μαίνομαιсовсем обезуметь Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απομαίνομαι — ἀπομαίνομαι (Α) κυριεύομαι από μανία, τρελαίνομαι … Dictionary of Greek
ἀπομανεῖσα — ἀπομαίνομαι go mad aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομανείς — ἀπομαίνομαι go mad aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομανέντες — ἀπομαίνομαι go mad aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομανέντος — ἀπομαίνομαι go mad aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομανῶσι — ἀπομαίνομαι go mad aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομανῶσιν — ἀπομαίνομαι go mad aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέμηνε — ἀπομαίνομαι go mad aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπομανέντα — σύν ἀπομαίνομαι go mad aor part pass neut nom/voc/acc pl σύν ἀπομαίνομαι go mad aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… … Dictionary of Greek